Μάρτιος

Μάρτιος
Ο τρίτος μήνας του έτους, με 31 ημέρες, στο Ιουλιανό και αργότερα στο Γρηγοριανό ημερολόγιο. Στο ρωμαϊκό ημερολόγιο ο Μ. αποτελούσε τον πρώτο μήνα του έτους και ήταν αφιερωμένος στον θεό Άρη, από το λατινικό όνομα του οποίου (Mars) απέκτησε ο μήνας την ονομασία του. Από τις 19 έως τις 23 Μαρτίου, ο Ήλιος εισέρχεται στον Κριό, πρώτο σημείο του Ζωδιακού κύκλου και στις 21 Μαρτίου ορίζεται η εαρινή ισημερία, δηλαδή η αστρονομική έναρξη της άνοιξης. «Ο Μάρτιος παίζοντας κόρνο», αλληγορική απεικόνιση του Αντέλαμι (Βαπτιστήριο της Πάρμα, Ιταλία).
* * *
και Μάρτης, ο (AM Μάρτιος, Μ και Μάρτης)
ο τρίτος μήνας τού έτους κατά το σημερινό ημερολόγιο, δέκατος κατά το αττικό και πρώτος κατά το ρωμαϊκό
νεοελλ.
1. (ως προσηγορικό) ο μάρτης
ασπροκόκκινη κλωστή που δένεται στο χέρι κατά την πρώτη μέρα αυτού τού μήνα, συμβολικά, για να αποφευχθεί το κάψιμο από τον ήλιο
2. φρ. «λείπει ο Μάρτης απ' τη σαρακοστή;» — λέγεται για περιπτώσεις ατόμων που αναμιγνύονται σε όλες τις υποθέσεις
3. παροιμ. α) «από Αύγουστο χειμώνα κι από Μάρτη καλοκαίρι»
i) λέγεται για πρώιμη αλλαγή τής κατάστασης τού καιρού
ii) (γενικά) λέγεται για κάτι που γίνεται πρώιμα
β) «μάρτης γδάρτης και (κακός) παλουκοκαύτης» — λέγεται για να τονίσει το γεγονός ότι τον μήνα αυτόν κάνει πολύ κρύο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Martius < Mars, γεν. Martis «Άρης»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Μάρτιος — Martius masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαρτίων — Μάρτιος Martius fem gen pl Μάρτιος Martius masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάρτιον — Μάρτιος Martius masc acc sg Μάρτιος Martius neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαρτίαις — Μάρτιος Martius fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαρτίου — Μάρτιος Martius masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαρτίους — Μάρτιος Martius masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαρτίῳ — Μάρτιος Martius masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάρτιαι — Μάρτιος Martius fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γενεύη — (γαλλ. Genéve, ιταλ. Ginevra, γερμ. Genf). Πόλη (175.000 κάτ. το 2000) της δυτικής Ελβετίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου καντονιού (282 τ. χλμ., 408.800 κάτ. το 2000). Βρίσκεται κοντά στα γαλλικά σύνορα, στο νοτιοδυτικό άκρο της ομώνυμης λίμνης. Τον… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”